- τετραγωνίζω
- ΝΜΑ [τετράγωνος]κάνω κάτι τετράγωνο, μεταβάλλω το σχήμα ενός αντικειμένου σε τετράγωνονεοελλ.1. μαθημ. υψώνω μια αλγεβρική παράσταση στη δευτέρα δύναμη, δηλ. στο τετράγωνο2. μεταβάλλω λίθο ή ξύλο σε ορθογώνιο, ορθογωνίζω3. φρ. «τετραγωνίζουσα τού Ιππία»μαθημ. καμπύλη που επινοήθηκε από τον Ιππία τον Ηλείο, χρησιμοποιήθηκε από αυτόν και τον Δεινόστρατο για τη λύση τού προβλήματος τής τριχοτόμησης μιας γωνίας και για τον τετραγωνισμό τού κύκλου και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη διαίρεση μιας γωνίας σε έναν οποιονδήποτε αριθμό ίσων μερών, αλλ. τετραγωνίστρια τού Ιππίααρχ.αστρολ. αποτελώ, σχηματίζω τετράγωνο με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.